- κολλητικότητα
- η1. συγκολλητικότητα.2. μεταδοτικότητα, μολυσματικότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κολλητικότητα — η η ιδιότητα τού κολλητικού, η συγκολλητικότητα ή η μεταδοτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητικός. Η λ., οτον λόγιο τ. κολλητικότης, μαρτυρείται από το 1873 στον Ανδρέα Αναγνωστάκη] … Dictionary of Greek
μεταδοσιμότητα — η [μεταδόσιμος] (για νόσημα) μεταδοτικότητα, κολλητικότητα, μολυσματικότητα … Dictionary of Greek
μεταδοτικότητα — η 1. η ικανότητα αυτού που διδάσκει να μεταδίδει τις γνώσεις του κατά τρόπο εύληπτο και μεθοδικό 2. η ιδιότητα μιας νόσου να μεταδίδεται από άρρωστο σε υγιές άτομο, η μολυσματικότητα, η κολλητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταδοτικός. Η λ., στον λόγιο τ … Dictionary of Greek